- κριθίαση
- η (AM κριθίασις)γαστραλγία τών ιπποειδών, που εμφανίζεται όταν τρώγουν λαίμαργα και σε ακατάλληλες ώρες μεγάλη ποσότητα κριθαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. κριθίασις < κριθ-ιῶ / -άω (πρβλ. αλωπεκ-ίασις, μυωπ-ίασις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριθιώ — κριθιῶ, άω (Α) 1. (για ίππο) πάσχω από κριθίαση* 2. τρώγω πολύ κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. ιῶ / άω δηλωτική ρημάτων ασθένειας (πρβλ. ιλιγγ ιώ, σελην ιώ)] … Dictionary of Greek